διαμμοιρηδά

διαμμοιρηδά
διαμμοιρηδά (Α)
επίρρ. χωρίζοντας στη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μοίρα + (επίθημα) -ηδά που υπάρχει και στον τ. αγεληδά «κατά αγέλες» (πρβλ. και αγεληδόν), ο δε διπλασιασμός τού -μ- αναλογικά προς το άμμορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαμμοιρηδά — dividing in twain indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”